Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


straziàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stratˈtsjato]

1 τυραννισμένος
2 εξουθενωμένος
3 σκισμένος
4 βασανισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  straziare strazio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stravolgere (ρ. μτβ.)
stravolgimento (ουσ αρσ )
stravolto (επίθ.)
straziante (επίθ.)
straziare (ρ. μτβ.)
straziato (επίθ.)
strazio (ουσ αρσ )
strecciare (ρ. μτβ.)
strega (θηλ.ουσ)
stregamento (ουσ αρσ )
stregare (ρ. μτβ.)
stregato (επίθ.)
stregone (ουσ αρσ )
stregoneria (θηλ.ουσ)
stregua (θηλ.ουσ)
strelitzia (θηλ.ουσ)
stremare (ρ. μτβ.)
stremato (επίθ.)
stremo (αρσ. επίθ και ουσ)
strenna (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---