Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstravòlgere
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [straˈvɔlʤere] 1 διασαλεύω 2 διαταράσσω 3 αναστατώνω 4 κάμπτω παραμορφωτικά 5 παραμορφώνω 6 ενοχλώ 7 διαστρέφω 8 διαστρεβλώνω 9 αλλοιώνω 10 στραβώνω 11 στρεβλώνω 12 συσπώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |