Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stravìzio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [straˈvittsjo]

1 ασωτία
2 αδυναμία στο φαγητό
3 παραλυσία
4 ακολασία
5 εκτραχηλισμός
6 το να τρώει πολύ κανείς
7 αλκοολίκι
8 ακράτεια
9 αλκοολισμός
10 πολυποσία
11 κατάχρηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  straviziare stravolgere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stravero (επίθ.)
stravincere (ρ.αμτβ.)
stravincere (ρ. μτβ.)
stravisare (ρ. μτβ.)
straviziare (ρ.αμτβ.)
stravizio (ουσ αρσ )
stravolgere (ρ. μτβ.)
stravolgimento (ουσ αρσ )
stravolto (επίθ.)
straziante (επίθ.)
straziare (ρ. μτβ.)
straziato (επίθ.)
strazio (ουσ αρσ )
strecciare (ρ. μτβ.)
strega (θηλ.ουσ)
stregamento (ουσ αρσ )
stregare (ρ. μτβ.)
stregato (επίθ.)
stregone (ουσ αρσ )
stregoneria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---