Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstravìzio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [straˈvittsjo] 1 ασωτία 2 αδυναμία στο φαγητό 3 παραλυσία 4 ακολασία 5 εκτραχηλισμός 6 το να τρώει πολύ κανείς 7 αλκοολίκι 8 ακράτεια 9 αλκοολισμός 10 πολυποσία 11 κατάχρηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |