Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stravìncere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [straˈvinʧere]

1 νικώ πολύ εύκολα
2 κατανικώ
3 υπερνικώ

stravìncere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [straˈvinʧere]

1 κτυπώ (ηχηρά)
2 κοπανώ
3 εξουθενώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stravero stravisare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stravagantemente (επίρ.)
stravaganza (θηλ.ουσ)
stravecchio (επίθ.)
stravedere (ρ.αμτβ.)
stravero (επίθ.)
stravincere (ρ.αμτβ.)
stravincere (ρ. μτβ.)
stravisare (ρ. μτβ.)
straviziare (ρ.αμτβ.)
stravizio (ουσ αρσ )
stravolgere (ρ. μτβ.)
stravolgimento (ουσ αρσ )
stravolto (επίθ.)
straziante (επίθ.)
straziare (ρ. μτβ.)
straziato (επίθ.)
strazio (ουσ αρσ )
strecciare (ρ. μτβ.)
strega (θηλ.ουσ)
stregamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---