Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stravaganteménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [stravaganteˈmente]

1 ιδιόρρυθμα
2 παράξενα
3 υπερβολικά
4 περίεργα
5 αλλόκοτα
6 εκκεντρικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stravagante stravaganza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strattone (ουσ αρσ )
stravaccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
stravaccato (επίθ.)
stravagante (ουσ αρσ και θηλ.)
stravagante (επίθ.)
stravagantemente (επίρ.)
stravaganza (θηλ.ουσ)
stravecchio (επίθ.)
stravedere (ρ.αμτβ.)
stravero (επίθ.)
stravincere (ρ.αμτβ.)
stravincere (ρ. μτβ.)
stravisare (ρ. μτβ.)
straviziare (ρ.αμτβ.)
stravizio (ουσ αρσ )
stravolgere (ρ. μτβ.)
stravolgimento (ουσ αρσ )
stravolto (επίθ.)
straziante (επίθ.)
straziare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---