Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stravaccàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stravakˈkato]

που εξαπλώνεται


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stravaccarsi stravagante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stratosferico (επίθ.)
stratta (θηλ.ουσ)
strattonare (ρ. μτβ.)
strattone (ουσ αρσ )
stravaccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
stravaccato (επίθ.)
stravagante (ουσ αρσ και θηλ.)
stravagante (επίθ.)
stravagantemente (επίρ.)
stravaganza (θηλ.ουσ)
stravecchio (επίθ.)
stravedere (ρ.αμτβ.)
stravero (επίθ.)
stravincere (ρ.αμτβ.)
stravincere (ρ. μτβ.)
stravisare (ρ. μτβ.)
straviziare (ρ.αμτβ.)
stravizio (ουσ αρσ )
stravolgere (ρ. μτβ.)
stravolgimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---