Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stravaccàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [stravakˈkarsi]

1 ξαπλώνομαι φαρδύς-πλατύς
2 εξαπλώνομαι
3 απλώνομαι ακατάστατα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strattone stravaccato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stratosfera (θηλ.ουσ)
stratosferico (επίθ.)
stratta (θηλ.ουσ)
strattonare (ρ. μτβ.)
strattone (ουσ αρσ )
stravaccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
stravaccato (επίθ.)
stravagante (ουσ αρσ και θηλ.)
stravagante (επίθ.)
stravagantemente (επίρ.)
stravaganza (θηλ.ουσ)
stravecchio (επίθ.)
stravedere (ρ.αμτβ.)
stravero (επίθ.)
stravincere (ρ.αμτβ.)
stravincere (ρ. μτβ.)
stravisare (ρ. μτβ.)
straviziare (ρ.αμτβ.)
stravizio (ουσ αρσ )
stravolgere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---