Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stratosfèrico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stratosˈfɛriko]

1 δυσνόητος
2 βαθύς
3 απόκρυφος
4 κρυμμένος
5 υπερβολικός
6 στρατοσφαιρικός
7 ασαφής
8 εκτροχιασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stratosfera stratta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strato (ουσ αρσ )
stratocumulo (ουσ αρσ )
stratonembo (ουσ αρσ )
stratopausa (θηλ.ουσ)
stratosfera (θηλ.ουσ)
stratosferico (επίθ.)
stratta (θηλ.ουσ)
strattonare (ρ. μτβ.)
strattone (ουσ αρσ )
stravaccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
stravaccato (επίθ.)
stravagante (ουσ αρσ και θηλ.)
stravagante (επίθ.)
stravagantemente (επίρ.)
stravaganza (θηλ.ουσ)
stravecchio (επίθ.)
stravedere (ρ.αμτβ.)
stravero (επίθ.)
stravincere (ρ.αμτβ.)
stravincere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---