Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstravagànte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [stravaˈgante] αλλόκοτος άνθρωπος stravagànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [stravaˈgante] εκκεντρικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |