Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stravisàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [straviˈzare]

1 παραμορφώνω
2 διαστρεβλώνω
3 συστρέφω
4 στρίβω (χέρι κλπ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stravincere straviziare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stravecchio (επίθ.)
stravedere (ρ.αμτβ.)
stravero (επίθ.)
stravincere (ρ.αμτβ.)
stravincere (ρ. μτβ.)
stravisare (ρ. μτβ.)
straviziare (ρ.αμτβ.)
stravizio (ουσ αρσ )
stravolgere (ρ. μτβ.)
stravolgimento (ουσ αρσ )
stravolto (επίθ.)
straziante (επίθ.)
straziare (ρ. μτβ.)
straziato (επίθ.)
strazio (ουσ αρσ )
strecciare (ρ. μτβ.)
strega (θηλ.ουσ)
stregamento (ουσ αρσ )
stregare (ρ. μτβ.)
stregato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---