Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstràzio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈstrattsjo] 1 βαρεμάρα 2 σκοτούρα 3 μπελάς 4 απώλεια λόγω σπατάλης 5 σπατάλη 6 παραφόρτωμα 7 μεγάλος και σοβαρός πόνος 8 όλεθρος 9 κοσμοχαλασιά 10 καταστροφή 11 τυραννία 12 βάσανο 13 αγωνία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |