Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invàlido (ουσ αρσ ) invelenìre (ρ. μτβ.)
invàlido (επίθ.) invelenirsi (ρ.μ. (αντων.))
invallàrsi (ρ. μ. αμτβ.) invelenìto (επίθ.)
invàlso (επίθ.) invendìbile (επίθ.)
invàno (επίρ.) invendibilità (θηλ.ουσ)
invariàbile (επίθ.) invendicàto (επίθ.)
invariabilità (θηλ.ουσ) invendùto (αρσ. επίθ και ουσ)
invariànte (αρσ. επίθ και ουσ) inventàre (ρ. μτβ.)
invariànza (θηλ.ουσ) inventariàre (ρ. μτβ.)
invariàto (επίθ.) inventàrio (ουσ αρσ )
invasaménto (ουσ αρσ ) inventìva (θηλ.ουσ)
invasàre (ρ. μτβ.) inventìvo (επίθ.)
invasàto (ουσ αρσ ) inventóre (ουσ αρσ )
invasatùra (θηλ.ουσ) inventóre (επίθ.)
invasióne (θηλ.ουσ) invenzióne (θηλ.ουσ)
invàso (ουσ αρσ ) inverdìre (ρ.αμτβ.)
invàso (επίθ.) inverdìre (ρ. μτβ.)
invasóre (ουσ αρσ ) inverdirsi (ρ.μ. (αντων.))
invasóre (επίθ.) inverecóndia (θηλ.ουσ)
invecchiaménto (ουσ αρσ ) inverecóndo (επίθ.)
invecchiàre (ρ.αμτβ.) invergàre (ρ. μτβ.)
invecchiàre (ρ. μτβ.) invergatùra (θηλ.ουσ)
invéce (επίρ.) invermigliàre (ρ. μτβ.)
inveìre (ρ.αμτβ.) invermigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
invelenìre (ρ.αμτβ.) inverminìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: