ItalianoGreco


invasàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [invaˈzare]

1 βασανίζω με έμμονη ιδέα
2 κατέχω
3 κυριεύω
4 κατατρύχω
5 διατηρώ σε σκεπασμένο δοχείο
6 βάζω σε δοχείο
7 διακατέχω
8 τοποθετώ σκάφος σε κλίνη καθέλκυσης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---