Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invasàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [invaˈzare]

1 βασανίζω με έμμονη ιδέα
2 κατέχω
3 κυριεύω
4 κατατρύχω
5 διατηρώ σε σκεπασμένο δοχείο
6 βάζω σε δοχείο
7 διακατέχω
8 τοποθετώ σκάφος σε κλίνη καθέλκυσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invasamento invasato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invariabilità (θηλ.ουσ)
invariante (αρσ. επίθ και ουσ)
invarianza (θηλ.ουσ)
invariato (επίθ.)
invasamento (ουσ αρσ )
invasare (ρ. μτβ.)
invasato (ουσ αρσ )
invasatura (θηλ.ουσ)
invasione (θηλ.ουσ)
invaso (ουσ αρσ )
invaso (επίθ.)
invasore (ουσ αρσ )
invasore (επίθ.)
invecchiamento (ουσ αρσ )
invecchiare (ρ.αμτβ.)
invecchiare (ρ. μτβ.)
invece (επίρ.)
inveire (ρ.αμτβ.)
invelenire (ρ.αμτβ.)
invelenire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---