Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinvasóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [invaˈzore] 1 επιδρομέας 2 εισβολέας invasóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [invaˈzore] Εισβάλλων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |