Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinvasióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [invaˈzjone] 1 γιουρούσι 2 καταδρομή 3 έφοδος 4 εισβολή 5 επιδρομή 6 εισόρμηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |