Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinvasaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [invazaˈmento] 1 ιδεοληψία 2 μονομανία 3 έμμονη ιδέα 4 έμμονη διαστρέφουσα προκατάληψη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |