Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invariànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [invaˈrjantsa]

σταθερότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invariante invariato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invalso (επίθ.)
invano (επίρ.)
invariabile (επίθ.)
invariabilità (θηλ.ουσ)
invariante (αρσ. επίθ και ουσ)
invarianza (θηλ.ουσ)
invariato (επίθ.)
invasamento (ουσ αρσ )
invasare (ρ. μτβ.)
invasato (ουσ αρσ )
invasatura (θηλ.ουσ)
invasione (θηλ.ουσ)
invaso (ουσ αρσ )
invaso (επίθ.)
invasore (ουσ αρσ )
invasore (επίθ.)
invecchiamento (ουσ αρσ )
invecchiare (ρ.αμτβ.)
invecchiare (ρ. μτβ.)
invece (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---