Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinvàlso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inˈvalso] 1 παλλαὶκός 2 εδραιωμένος 3 εκτεταμένος 4 γενικός 5 διαδεδομένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |