Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinvàlido
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inˈvalido] ανάπηρος (-η) invàlido επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inˈvalido] ανάπηρος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |