Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invasàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [invaˈzato]

1 δαιμονιόπληκτος
2 δαιμονισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invasare invasatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invariante (αρσ. επίθ και ουσ)
invarianza (θηλ.ουσ)
invariato (επίθ.)
invasamento (ουσ αρσ )
invasare (ρ. μτβ.)
invasato (ουσ αρσ )
invasatura (θηλ.ουσ)
invasione (θηλ.ουσ)
invaso (ουσ αρσ )
invaso (επίθ.)
invasore (ουσ αρσ )
invasore (επίθ.)
invecchiamento (ουσ αρσ )
invecchiare (ρ.αμτβ.)
invecchiare (ρ. μτβ.)
invece (επίρ.)
inveire (ρ.αμτβ.)
invelenire (ρ.αμτβ.)
invelenire (ρ. μτβ.)
invelenirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---