Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinvecchiàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [invekˈkjare] γερνώ, γεράζω invecchiàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [invekˈkjare] 1 κάνω κάποιον γέρο 2 κάνω κάποιον να φαίνεται μεγαλύτερος 3 κάνω κάτι παλιό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |