Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inventàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [invenˈtarjo]

1 καταγραφή αποθεμάτων
2 καταγραφική απογραφή
3 απογραφή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inventariare inventiva  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invendibilità (θηλ.ουσ)
invendicato (επίθ.)
invenduto (αρσ. επίθ και ουσ)
inventare (ρ. μτβ.)
inventariare (ρ. μτβ.)
inventario (ουσ αρσ )
inventiva (θηλ.ουσ)
inventivo (επίθ.)
inventore (ουσ αρσ )
inventore (επίθ.)
invenzione (θηλ.ουσ)
inverdire (ρ.αμτβ.)
inverdire (ρ. μτβ.)
inverdirsi (ρ.μ. (αντων.))
inverecondia (θηλ.ουσ)
inverecondo (επίθ.)
invergare (ρ. μτβ.)
invergatura (θηλ.ουσ)
invermigliare (ρ. μτβ.)
invermigliarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---