Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invergatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [invergaˈtura]

1 ενοικίαση μέσων ή γης
2 σύμβαση ενοικίασης μέσων ή γης
3 ενοικίαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invergare invermigliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inverdire (ρ. μτβ.)
inverdirsi (ρ.μ. (αντων.))
inverecondia (θηλ.ουσ)
inverecondo (επίθ.)
invergare (ρ. μτβ.)
invergatura (θηλ.ουσ)
invermigliare (ρ. μτβ.)
invermigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
inverminire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inverminirsi (ρ.μ. (αντων.))
invernale (επίθ.)
invernata (θηλ.ουσ)
inverniciare (ρ. μτβ.)
inverniciarsi (ρ.μ. (αντων.))
inverniciata (θηλ.ουσ)
inverniciatura (θηλ.ουσ)
inverno (ουσ αρσ )
invero (επίρ.)
inverosimiglianza (θηλ.ουσ)
inverosimile (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---