Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inverminìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [invermiˈnire]

Σκουληκιάζω

inverminirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [invermiˈnirsi]

σκουληκιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invermigliarsi invernale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inverecondo (επίθ.)
invergare (ρ. μτβ.)
invergatura (θηλ.ουσ)
invermigliare (ρ. μτβ.)
invermigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
inverminire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inverminirsi (ρ.μ. (αντων.))
invernale (επίθ.)
invernata (θηλ.ουσ)
inverniciare (ρ. μτβ.)
inverniciarsi (ρ.μ. (αντων.))
inverniciata (θηλ.ουσ)
inverniciatura (θηλ.ουσ)
inverno (ουσ αρσ )
invero (επίρ.)
inverosimiglianza (θηλ.ουσ)
inverosimile (ουσ αρσ )
inverosimile (επίθ.)
inversamente (επίρ.)
inversione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---