inverniciatùra
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [inverniʧaˈtura]
1 λούστρο επιπόλαιο και φανταχτερό
2 ημιμάθεια
3 στίλβωση
4 πασάλειμμα γνώσεων
5 βάψιμο
6 λουστράρισμα
7 βερνίκωμα
8 επίστρωση φανταχτερή
9 επίστρωμα φανταχτερό
10 λούστρο
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [inverniʧaˈtura]
1 λούστρο επιπόλαιο και φανταχτερό
2 ημιμάθεια
3 στίλβωση
4 πασάλειμμα γνώσεων
5 βάψιμο
6 λουστράρισμα
7 βερνίκωμα
8 επίστρωση φανταχτερή
9 επίστρωμα φανταχτερό
10 λούστρο
permalink
inverniciatura (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android