Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inverniciatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inverniʧaˈtura]

1 λούστρο επιπόλαιο και φανταχτερό
2 ημιμάθεια
3 στίλβωση
4 πασάλειμμα γνώσεων
5 βάψιμο
6 λουστράρισμα
7 βερνίκωμα
8 επίστρωση φανταχτερή
9 επίστρωμα φανταχτερό
10 λούστρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inverniciata inverno  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invernale (επίθ.)
invernata (θηλ.ουσ)
inverniciare (ρ. μτβ.)
inverniciarsi (ρ.μ. (αντων.))
inverniciata (θηλ.ουσ)
inverniciatura (θηλ.ουσ)
inverno (ουσ αρσ )
invero (επίρ.)
inverosimiglianza (θηλ.ουσ)
inverosimile (ουσ αρσ )
inverosimile (επίθ.)
inversamente (επίρ.)
inversione (θηλ.ουσ)
inverso (ουσ αρσ )
inverso (επίθ.)
inversore (ουσ αρσ )
invertebrato (ουσ αρσ )
invertebrato (επίθ.)
invertibile (επίθ.)
invertibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---