Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinvertebràto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inverteˈbrato] Ασπόνδυλο invertebràto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inverteˈbrato] 1 ασπόνδυλος 2 δουλοπρεπής 3 άγνωμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |