Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invescàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [invesˈkare]

1 ξελογιάζω
2 δελεάζω
3 παγιδεύω με ή σαν με κόλλα ιξού
4 σαγηνεύω

invescarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [invesˈkarsi]

Παγιδεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invescamento investibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invertire (ρ. μτβ.)
invertito (ουσ αρσ )
invertito (επίθ.)
invertitore (αρσ. επίθ και ουσ)
invescamento (ουσ αρσ )
invescare (ρ. μτβ.)
invescarsi (ρ.μ. (αντων.))
investibile (επίθ.)
investigabile (επίθ.)
investigare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
investigativo (επίθ.)
investigatore (ουσ αρσ )
investigatore (επίθ.)
investigazione (θηλ.ουσ)
investimento (ουσ αρσ )
investire (ρ. μτβ.)
investirsi (ρ.μ. (αντων.))
investitore (αρσ. επίθ και ουσ)
investitura (θηλ.ουσ)
inveterato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---