Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


investitùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [investiˈtura]

εγκατάσταση σε αξίωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  investitore inveterato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

investigazione (θηλ.ουσ)
investimento (ουσ αρσ )
investire (ρ. μτβ.)
investirsi (ρ.μ. (αντων.))
investitore (αρσ. επίθ και ουσ)
investitura (θηλ.ουσ)
inveterato (επίθ.)
invetriare (ρ. μτβ.)
invetriata (θηλ.ουσ)
invetriato (επίθ.)
invetriatura (θηλ.ουσ)
invettiva (θηλ.ουσ)
inviabile (επίθ.)
inviare (ρ. μτβ.)
inviato (αρσ. επίθ και ουσ)
invidia (θηλ.ουσ)
invidiabile (επίθ.)
invidiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
invidioso (ουσ αρσ )
invidioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---