Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invettìva  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [invetˈtiva]

1 ειρωνική κριτική
2 επιτίμηση
3 λίβελος
4 εξύβριση
5 υβρεολόγιο
6 εξάψαλμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invetriatura inviabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inveterato (επίθ.)
invetriare (ρ. μτβ.)
invetriata (θηλ.ουσ)
invetriato (επίθ.)
invetriatura (θηλ.ουσ)
invettiva (θηλ.ουσ)
inviabile (επίθ.)
inviare (ρ. μτβ.)
inviato (αρσ. επίθ και ουσ)
invidia (θηλ.ουσ)
invidiabile (επίθ.)
invidiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
invidioso (ουσ αρσ )
invidioso (επίθ.)
invido (αρσ. επίθ και ουσ)
invigilare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
invigliacchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
invigliacchirsi (ρ.μ. (αντων.))
invigorimento (ουσ αρσ )
invigorire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---