Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόìnvido
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ˈinvido] 1 μοχθηρός 2 πικρόκαρδος 3 βάσκανος 4 ζηλόφθονος 5 φθονερός 6 ζηλότυπος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |