Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ìnvido  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈinvido]

1 μοχθηρός
2 πικρόκαρδος
3 βάσκανος
4 ζηλόφθονος
5 φθονερός
6 ζηλότυπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invidioso invigilare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invidia (θηλ.ουσ)
invidiabile (επίθ.)
invidiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
invidioso (ουσ αρσ )
invidioso (επίθ.)
invido (αρσ. επίθ και ουσ)
invigilare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
invigliacchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
invigliacchirsi (ρ.μ. (αντων.))
invigorimento (ουσ αρσ )
invigorire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
invigorirsi (ρ.μ. (αντων.))
invilire (ρ.αμτβ.)
invilire (ρ. μτβ.)
invilirsi (ρ.μ. (αντων.))
inviluppamento (ουσ αρσ )
inviluppare (ρ. μτβ.)
invilupparsi (ρ.μ. (αντων.))
inviluppo (ουσ αρσ )
invincibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---