Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invincìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [invinˈʧibile]

1 δυσπόρθητος
2 ακατανίκητος
3 αήττητος
4 ανίκητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inviluppo invincibilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invilirsi (ρ.μ. (αντων.))
inviluppamento (ουσ αρσ )
inviluppare (ρ. μτβ.)
invilupparsi (ρ.μ. (αντων.))
inviluppo (ουσ αρσ )
invincibile (επίθ.)
invincibilità (θηλ.ουσ)
invio (ουσ αρσ )
inviolabile (επίθ.)
inviolabilità (θηλ.ουσ)
inviolato (επίθ.)
inviperire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inviperirsi (ρ. μ. αμτβ.)
inviperito (επίθ.)
invischiare (ρ. μτβ.)
invischiarsi (ρ.μ. (αντων.))
inviscidire (ρ.αμτβ.)
invisibile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
invisibilità (θηλ.ουσ)
inviso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---