Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinvischiàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [invisˈkjare] 1 δελεάζω 2 μπερδεύω 3 πιάνω σε ιξόβεργα 4 γοητεύω invischiarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [invisˈkjarsi] μπερδεύομαι σε κάτι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |