Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invìtto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inˈvitto]

1 ακατάκτητος
2 αδάμαστος
3 αδούλωτος
4 απόρθητος
5 ακυρίευτος
6 δυσπόρθητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invito invivibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invitarsi (ρ.μ. (αντων.))
invitato (ουσ αρσ )
invitatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
invitatura (θηλ.ουσ)
invito (ουσ αρσ )
invitto (επίθ.)
invivibile (επίθ.)
invizzire (ρ.αμτβ.)
invocare (ρ. μτβ.)
invocativo (επίθ.)
invocatore (ουσ αρσ )
invocatore (επίθ.)
invocatorio (επίθ.)
invocazione (θηλ.ουσ)
invogliare (ρ. μτβ.)
invogliarsi (ρ.μ. (αντων.))
invogliato (επίθ.)
involare (ρ. μτβ.)
involarsi (ρ. μ. αμτβ.)
involgarire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---