Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


invogliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [invoʎˈʎare]

1 προτρέπω
2 κάνω κάποιον να θέλει κάτι
3 προκαλώ
4 υποκινώ

invogliarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [invoʎˈʎarsi]

μου αρέσει κάτι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  invocazione invogliato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invocativo (επίθ.)
invocatore (ουσ αρσ )
invocatore (επίθ.)
invocatorio (επίθ.)
invocazione (θηλ.ουσ)
invogliare (ρ. μτβ.)
invogliarsi (ρ.μ. (αντων.))
invogliato (επίθ.)
involare (ρ. μτβ.)
involarsi (ρ. μ. αμτβ.)
involgarire (ρ.αμτβ.)
involgarire (ρ. μτβ.)
involgarirsi (ρ.μ. (αντων.))
involgere (ρ. μτβ.)
involgersi (ρ.μ. (αντων.))
involgimento (ουσ αρσ )
involo (ουσ αρσ )
involontariamente (επίρ.)
involontario (επίθ.)
involtare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---