Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinvolgiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [involʤiˈmento] 1 τύλιγμα 2 περιτύλιξη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |