Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


involtàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [involˈtare]

1 τυλίγω
2 περιτυλίγω

involtarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [involˈtarsi]

1 κουλουριάζομαι
2 κουβαριάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  involontario involtino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

involgersi (ρ.μ. (αντων.))
involgimento (ουσ αρσ )
involo (ουσ αρσ )
involontariamente (επίρ.)
involontario (επίθ.)
involtare (ρ. μτβ.)
involtarsi (ρ.μ. (αντων.))
involtino (ουσ αρσ )
involto (ουσ αρσ )
involucro (ουσ αρσ )
involutivo (επίθ.)
involuto (επίθ.)
involuzione (θηλ.ουσ)
involvere (ρ. μτβ.)
invulnerabile (επίθ.)
invulnerabilità (θηλ.ουσ)
invulnerato (επίθ.)
inzaccherare (ρ. μτβ.)
inzaccherarsi (ρ.μ. (αντων.))
inzavorrare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---