Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


involtìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [involˈtino]

οι ντολμάδες (m.)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  involtarsi involto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

involo (ουσ αρσ )
involontariamente (επίρ.)
involontario (επίθ.)
involtare (ρ. μτβ.)
involtarsi (ρ.μ. (αντων.))
involtino (ουσ αρσ )
involto (ουσ αρσ )
involucro (ουσ αρσ )
involutivo (επίθ.)
involuto (επίθ.)
involuzione (θηλ.ουσ)
involvere (ρ. μτβ.)
invulnerabile (επίθ.)
invulnerabilità (θηλ.ουσ)
invulnerato (επίθ.)
inzaccherare (ρ. μτβ.)
inzaccherarsi (ρ.μ. (αντων.))
inzavorrare (ρ. μτβ.)
inzeppare (ρ. μτβ.)
inzeppatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---