Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inzeppàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [intsepˈpare]

1 σκίζω με σφήνα
2 στουμπώνω
3 φρακάρω
4 σφηνώνω
5 ανοίγω με σφήνα
6 μπήγω σφήνα
7 ξεχειλίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inzavorrare inzeppatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

invulnerabilità (θηλ.ουσ)
invulnerato (επίθ.)
inzaccherare (ρ. μτβ.)
inzaccherarsi (ρ.μ. (αντων.))
inzavorrare (ρ. μτβ.)
inzeppare (ρ. μτβ.)
inzeppatura (θηλ.ουσ)
inzolfamento (ουσ αρσ )
inzolfare (ρ. μτβ.)
inzolfatoio (ουσ αρσ )
inzolfatura (θηλ.ουσ)
inzotichire (ρ.αμτβ.)
inzotichire (ρ. μτβ.)
inzotichirsi (ρ.μ. (αντων.))
inzuccare (ρ. μτβ.)
inzuccarsi (ρ.μ. (αντων.))
inzuccherare (ρ. μτβ.)
inzuccherata (θηλ.ουσ)
inzuppare (ρ. μτβ.)
inzupparsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---