Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inzolfàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [intsolˈfare]

Θειαφίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inzolfamento inzolfatoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inzaccherarsi (ρ.μ. (αντων.))
inzavorrare (ρ. μτβ.)
inzeppare (ρ. μτβ.)
inzeppatura (θηλ.ουσ)
inzolfamento (ουσ αρσ )
inzolfare (ρ. μτβ.)
inzolfatoio (ουσ αρσ )
inzolfatura (θηλ.ουσ)
inzotichire (ρ.αμτβ.)
inzotichire (ρ. μτβ.)
inzotichirsi (ρ.μ. (αντων.))
inzuccare (ρ. μτβ.)
inzuccarsi (ρ.μ. (αντων.))
inzuccherare (ρ. μτβ.)
inzuccherata (θηλ.ουσ)
inzuppare (ρ. μτβ.)
inzupparsi (ρ.μ. (αντων.))
inzuppato (επίθ.)
io (αντων.)
iodare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---