Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inzuppàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [intsupˈpato]

1 μουσκεμένος
2 κάθυγρος
3 βρεγμένος
4 νοτισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inzupparsi io  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inzuccarsi (ρ.μ. (αντων.))
inzuccherare (ρ. μτβ.)
inzuccherata (θηλ.ουσ)
inzuppare (ρ. μτβ.)
inzupparsi (ρ.μ. (αντων.))
inzuppato (επίθ.)
io (αντων.)
iodare (ρ. μτβ.)
iodato (ουσ αρσ )
iodico (επίθ.)
iodio (ουσ αρσ )
iodismo (ουσ αρσ )
iodoformio (ουσ αρσ )
iodoterapia (θηλ.ουσ)
iodurare (ρ. μτβ.)
ioduro (ουσ αρσ )
ioga (ουσ αρσ )
iogurt (ουσ αρσ )
ioide (αρσ. επίθ και ουσ)
ioideo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---