Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


iòdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈjɔdjo]

Ιώδιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  iodico iodismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inzuppato (επίθ.)
io (αντων.)
iodare (ρ. μτβ.)
iodato (ουσ αρσ )
iodico (επίθ.)
iodio (ουσ αρσ )
iodismo (ουσ αρσ )
iodoformio (ουσ αρσ )
iodoterapia (θηλ.ουσ)
iodurare (ρ. μτβ.)
ioduro (ουσ αρσ )
ioga (ουσ αρσ )
iogurt (ουσ αρσ )
ioide (αρσ. επίθ και ουσ)
ioideo (επίθ.)
iole (θηλ.ουσ)
ione (ουσ αρσ )
ionico (ουσ αρσ )
ionico (επίθ.)
ionio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---