Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


iòle  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈjɔle]

1 μικρή βάρκα πλοίου
2 ιστιοφόρο (είδος)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ioideo ione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ioduro (ουσ αρσ )
ioga (ουσ αρσ )
iogurt (ουσ αρσ )
ioide (αρσ. επίθ και ουσ)
ioideo (επίθ.)
iole (θηλ.ουσ)
ione (ουσ αρσ )
ionico (ουσ αρσ )
ionico (επίθ.)
ionio (ουσ αρσ )
ionio (επίθ.)
ionizzante (επίθ.)
ionizzare (ρ. μτβ.)
ionizzazione (θηλ.ουσ)
ionoforesi (θηλ.ουσ)
ionosfera (θηλ.ουσ)
ionoterapia (θηλ.ουσ)
iota (ουσ αρσ και θηλ.)
iotacismo (ουσ αρσ )
ipecacuana (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---