Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ionoterapìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,jonoteraˈpia]

Ιοντοθεραπεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ionosfera iota  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ionizzante (επίθ.)
ionizzare (ρ. μτβ.)
ionizzazione (θηλ.ουσ)
ionoforesi (θηλ.ουσ)
ionosfera (θηλ.ουσ)
ionoterapia (θηλ.ουσ)
iota (ουσ αρσ και θηλ.)
iotacismo (ουσ αρσ )
ipecacuana (θηλ.ουσ)
iperacidità (θηλ.ουσ)
iperalgesia (θηλ.ουσ)
iperalimentazione (θηλ.ουσ)
iperazotemia (θηλ.ουσ)
iperbole (θηλ.ουσ)
iperboleggiare (ρ.αμτβ.)
iperbolico (επίθ.)
iperboreo (αρσ. επίθ και ουσ)
ipercalorico (επίθ.)
ipercloridria (θηλ.ουσ)
ipercorretto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---