Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


iotacìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [jotaˈʧizmo]

ιωτακισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  iota ipecacuana  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ionizzazione (θηλ.ουσ)
ionoforesi (θηλ.ουσ)
ionosfera (θηλ.ουσ)
ionoterapia (θηλ.ουσ)
iota (ουσ αρσ και θηλ.)
iotacismo (ουσ αρσ )
ipecacuana (θηλ.ουσ)
iperacidità (θηλ.ουσ)
iperalgesia (θηλ.ουσ)
iperalimentazione (θηλ.ουσ)
iperazotemia (θηλ.ουσ)
iperbole (θηλ.ουσ)
iperboleggiare (ρ.αμτβ.)
iperbolico (επίθ.)
iperboreo (αρσ. επίθ και ουσ)
ipercalorico (επίθ.)
ipercloridria (θηλ.ουσ)
ipercorretto (επίθ.)
ipercorrezione (θηλ.ουσ)
ipercritica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---