Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


iperacidità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [iperaʧidiˈta]

υπερχλωρυδρία (χρησιμοποίησε καλύτερα το ipercloridria)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ipecacuana iperalgesia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ionosfera (θηλ.ουσ)
ionoterapia (θηλ.ουσ)
iota (ουσ αρσ και θηλ.)
iotacismo (ουσ αρσ )
ipecacuana (θηλ.ουσ)
iperacidità (θηλ.ουσ)
iperalgesia (θηλ.ουσ)
iperalimentazione (θηλ.ουσ)
iperazotemia (θηλ.ουσ)
iperbole (θηλ.ουσ)
iperboleggiare (ρ.αμτβ.)
iperbolico (επίθ.)
iperboreo (αρσ. επίθ και ουσ)
ipercalorico (επίθ.)
ipercloridria (θηλ.ουσ)
ipercorretto (επίθ.)
ipercorrezione (θηλ.ουσ)
ipercritica (θηλ.ουσ)
ipercriticismo (ουσ αρσ )
ipercritico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---