Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


iperalimentazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [iperalimentatˈtsjone]

υπερτροφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  iperalgesia iperazotemia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iota (ουσ αρσ και θηλ.)
iotacismo (ουσ αρσ )
ipecacuana (θηλ.ουσ)
iperacidità (θηλ.ουσ)
iperalgesia (θηλ.ουσ)
iperalimentazione (θηλ.ουσ)
iperazotemia (θηλ.ουσ)
iperbole (θηλ.ουσ)
iperboleggiare (ρ.αμτβ.)
iperbolico (επίθ.)
iperboreo (αρσ. επίθ και ουσ)
ipercalorico (επίθ.)
ipercloridria (θηλ.ουσ)
ipercorretto (επίθ.)
ipercorrezione (θηλ.ουσ)
ipercritica (θηλ.ουσ)
ipercriticismo (ουσ αρσ )
ipercritico (επίθ.)
iperdulia (θηλ.ουσ)
ipereccitabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---