Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ipercorrètto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [iperkorˈrɛtto]

αυτός που υπερβάλλει (γραμματικά) για να αποφύγει λάθη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ipercloridria ipercorrezione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iperboleggiare (ρ.αμτβ.)
iperbolico (επίθ.)
iperboreo (αρσ. επίθ και ουσ)
ipercalorico (επίθ.)
ipercloridria (θηλ.ουσ)
ipercorretto (επίθ.)
ipercorrezione (θηλ.ουσ)
ipercritica (θηλ.ουσ)
ipercriticismo (ουσ αρσ )
ipercritico (επίθ.)
iperdulia (θηλ.ουσ)
ipereccitabile (επίθ.)
ipereccitabilità (θηλ.ουσ)
iperemesi (θηλ.ουσ)
iperemia (θηλ.ουσ)
iperemico (αρσ. επίθ και ουσ)
iperestesia (θηλ.ουσ)
iperfocale (επίθ.)
iperglicemia (θηλ.ουσ)
iperglicemizzante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---