Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinzuccàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [intsukˈkare] κάνω κάποιον να μεθύσει inzuccarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [intsukˈkarsi] 1 είμαι πεισματάρης 2 είμαι ελαφρά μεθυσμένος 3 μεθώ 4 μου σφηνώνεται μια ιδέα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |