Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inzuccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [intsukˈkare]

κάνω κάποιον να μεθύσει

inzuccarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [intsukˈkarsi]

1 είμαι πεισματάρης
2 είμαι ελαφρά μεθυσμένος
3 μεθώ
4 μου σφηνώνεται μια ιδέα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inzotichirsi inzuccherare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inzolfatoio (ουσ αρσ )
inzolfatura (θηλ.ουσ)
inzotichire (ρ.αμτβ.)
inzotichire (ρ. μτβ.)
inzotichirsi (ρ.μ. (αντων.))
inzuccare (ρ. μτβ.)
inzuccarsi (ρ.μ. (αντων.))
inzuccherare (ρ. μτβ.)
inzuccherata (θηλ.ουσ)
inzuppare (ρ. μτβ.)
inzupparsi (ρ.μ. (αντων.))
inzuppato (επίθ.)
io (αντων.)
iodare (ρ. μτβ.)
iodato (ουσ αρσ )
iodico (επίθ.)
iodio (ουσ αρσ )
iodismo (ουσ αρσ )
iodoformio (ουσ αρσ )
iodoterapia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---