Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inzotichìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [indzotiˈkire]

γίνομαι αγροίκος

inzotichìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [indzotiˈkire]

κάνω αγροίκο

inzotichirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [indzotiˈkirsi]

γίνομαι αγροίκος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inzolfatura inzuccare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inzeppatura (θηλ.ουσ)
inzolfamento (ουσ αρσ )
inzolfare (ρ. μτβ.)
inzolfatoio (ουσ αρσ )
inzolfatura (θηλ.ουσ)
inzotichire (ρ.αμτβ.)
inzotichire (ρ. μτβ.)
inzotichirsi (ρ.μ. (αντων.))
inzuccare (ρ. μτβ.)
inzuccarsi (ρ.μ. (αντων.))
inzuccherare (ρ. μτβ.)
inzuccherata (θηλ.ουσ)
inzuppare (ρ. μτβ.)
inzupparsi (ρ.μ. (αντων.))
inzuppato (επίθ.)
io (αντων.)
iodare (ρ. μτβ.)
iodato (ουσ αρσ )
iodico (επίθ.)
iodio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---