Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinzotichìre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [indzotiˈkire] γίνομαι αγροίκος inzotichìre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [indzotiˈkire] κάνω αγροίκο inzotichirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [indzotiˈkirsi] γίνομαι αγροίκος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |