Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inzuppàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [intsupˈpare]

μοσκεύω

inzupparsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [intsupˈparsi]

1 μουσκεύομαι
2 βρέχομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inzuccherata inzuppato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inzotichirsi (ρ.μ. (αντων.))
inzuccare (ρ. μτβ.)
inzuccarsi (ρ.μ. (αντων.))
inzuccherare (ρ. μτβ.)
inzuccherata (θηλ.ουσ)
inzuppare (ρ. μτβ.)
inzupparsi (ρ.μ. (αντων.))
inzuppato (επίθ.)
io (αντων.)
iodare (ρ. μτβ.)
iodato (ουσ αρσ )
iodico (επίθ.)
iodio (ουσ αρσ )
iodismo (ουσ αρσ )
iodoformio (ουσ αρσ )
iodoterapia (θηλ.ουσ)
iodurare (ρ. μτβ.)
ioduro (ουσ αρσ )
ioga (ουσ αρσ )
iogurt (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---